σόδα

σόδα
Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή μεγάλων λευκών κρυστάλλων. Σήμερα παρασκευάζεται, κυρίως με τη μέθοδο Σολβέ: αυτή συνίσταται στην εν ψυχρώ αντίδραση πυκνού διαλύματος χλωριούχου νάτριου με αμμωνία και διοξείδιο του άνθρακα. Έτσι προκύπτει το όξινο ανθρακικό αμμώνιο, το οποίο αντιδρά με το χλωριούχο και δίνει το όξινο ανθρακικό νάτριο. Αυτό κατακαθίζει, γιατί είναι λίγο διαλυτό, και με διαδοχική θέρμανση σχηματίζει το ανθρακικό νάτριο, ενώ η αμμωνία και το διοξείδιο του άνθρακα, επανέρχονται στον κύκλο παραγωγής. Η μέθοδος παραγωγής Λεμπλάν έχει ήδη εγκαταλειφθεί. Το ανθρακικό νάτριο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην παραγωγή σαπουνιών, χαρτιού, γυαλιού, συνθετικών υφάνσιμων ινών και κατά μικρό μέρος σε άλλες χημικές βιομηχανίες. Το υδροξείδιο του νάτριου ή καυστική σ., παρουσιάζεται ως μάζα λευκή κρυσταλλική, πολύ υγροσκοπική, διαλυτή στο νερό με έκλυση θερμότητας. Είναι ισχυρή βάση. Στη βιομηχανία παράγεται με ηλεκτρόλυση υδάτινου διαλύματος χλωριούχου νάτριου. Κατά τη μέθοδο αυτή, τα ηλεκτρόδια ανόδου και καθόδου διαχωρίζονται κατάλληλα, ώστε ν’ αποφευχθεί η αντίδραση ανάμεσα στο χλώριο και στο υδροξείδιο του νάτριου και ο σχηματισμός υποχλωριωδών (σε χαμηλή θερμοκρασία) ή χλωρικών (σε υψηλή θερμοκρασία) ενώσεων. Η καυστική σ. χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο στη βιομηχανία σαπουνιών, κυτταρίνης, ραιγιόν και ως κύρια βάση σε όλη τη βιομηχανική χημεία. Η λίμνη Μαγκάντι, στην Κένια, μεγάλη φυσική πηγή ανθρακικού νάτριου. Σόδα. Υδροξείδιο του νάτριου ή καυστική σόδα, πριν και μετά την έκθεσή της στον αέρα.
* * *
η, Ν
1. χημ. εμπειρική ονομασία που χρησιμοποιείται για ορισμένες ενώσεις τού νατρίου, το ανθρακικό νάτριο στην άνυδρη ή σε μία από τις ένυδρες μορφές του
2. αδόκιμη και αντιεπιστημονική ονομασία εμφυαλωμένου αναψυκτικού που αποτελείται από νερό στο οποίο έχει διαλυθεί διοξείδιο τού άνθρακα
3. φρ. α) «φαρμακευτική σόδα»
χημ. το όξινο ανθρακικό νάτριο, που χρησιμοποιείται συχνά στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική
β) «μαγειρική σόδα»
χημ. η φαρμακευτική σόδα
γ) «καυστική σόδα»
χημ. το υδροξείδιο τού νατρίου, γνωστό και ως καυστικό νάτριο
δ) «μέθοδος σόδας»
(χημ. βιομ.) μέθοδος παραγωγής χαρτοπολτού κατά την οποία μικρά τεμάχια ξύλου βράζονται σε υψηλή θερμοκρασία και πίεση μέσα σε αλκαλικό διάλυμα που περιέχει καυστική σόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soda «είδος φυτού απ' το οποίο παράγεται η σόδα», πιθ. < αραβ. suwwād. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σόδα — η (λ. ιταλ.) 1. ανθρακικό νάτριο. 2. υλικό καθαρισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • ψευδόνιτρος — και ψευδόλιτρος, ον, Α κατασκευασμένος από νοθευμένη σόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + νίτρον* / λίτρον «σόδα»] …   Dictionary of Greek

  • αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκινος — Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει,… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

  • οξύνιτρον — ὀξύνιτρον, τὸ (Μ) μίγμα από ξίδι και νίτρο, δηλ. σόδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”